- εξακοντισμός
- ο (AM ἐξακοντισμός) [εξακοντίζω]εξακόντιση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξακοντισμός — shooting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξακοντισμός — ο η εξακόντιση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξακοντισμοῖς — ἐξακοντισμός shooting masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξακοντισμοί — ἐξακοντισμός shooting masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξακοντισμοῦ — ἐξακοντισμός shooting masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξακοντισμούς — ἐξακοντισμός shooting masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξακοντισμόν — ἐξακοντισμός shooting masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՈՍՏՈՒՄՆ — (տման.) NBH 2 0523 Chronological Sequence: 6c, 10c գ. πήδημα saltatio ἐξακοντισμός ejaculatio. Ոստնուլն. յանկարծ ի վեր երեւումն. յուզումն. ձգումն նետից. վազք. եւ Թռիչք լուսոյ. ասուպ. սել. *Ի բախմանէ փոթորկաց, ի յոստմանէ մրրկաց. Նար. ՟Ղ՟Ա: *Սելաս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
εξακόντιση — η (κυριολ. και μτφ.), η ορμητική βολή, η εκσφενδόνιση, η εκτόξευση, ο εξακοντισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)